Το παραμύθι έχει σημαντικό ρόλο να επιτελέσει στη ζωή του παιδιού. Μετά από το νανούρισμα και τα πρώτα τραγουδάκια, το παραμύθι θα συντροφεύσει το παιδί πριν από τον ύπνο, στο φαγητό, στον παιδικό σταθμό, όταν κουραστεί από το παιγνίδι, όταν είναι κακοδιάθετο, όταν έχει παρέα, όταν είναι μόνο και γενικά, σε κάθε του στιγμή μέχρι την ώρα που θα παραχωρήσει τη θέση του στο διήγημα και στο μυθιστόρημα.

Ξεκινώντας από την κοινή παραδοχή ότι το παραμύθι είναι θησαυρός ανεκτίμητος, μπορούμε να αναφέρουμε μερικά από τα αμέτρητα πολύτιμα δώρα που προσφέρει:

– Καλλιεργεί την κριτική σκέψη·

– Εμπλουτίζει τον συναισθηματικό κόσμο·

– Αυξάνει την δημιουργικότητα·

– Υποβοηθά την έκφραση.

– Προάγει την αισθητική αγωγή·

– Διευκολύνει την ανάγνωση·

– Διδάσκει τις πανανθρώπινες αξίες·

– Δίνει λύσεις στα προβλήματα·

– Απελευθερώνει από το φόβο·

– Ενισχύει τη συνεργασία και τη φιλαλληλία·

– Εμπνέει την ανάγκη απόδοσης δικαιοσύνης·

– Εκτονώνει το άγχος·

– Κινητοποιεί την κατανόηση και την αποδοχή του άλλου·

– Οξύνει την δεξιότητα αποκωδικοποίησης των ανθρώπινων σχέσεων·

– Σκιαγραφεί τη βάση της αυτοεπίγνωσης και αυτοεκτίμησης

Ο κατάλογος ατελείωτος και ως συμπέρασμα μπορούμε να πούμε ότι, στα χέρια ενός εκτιμητή της αξίας του, το παραμύθι αποτελεί ένα πολυεργαλείο βιωματικής μάθησης και ενσυναίσθησης. Παρόλο η έννοια της ενσυναίσθησης είναι αρκετά σύγχρονη, εντούτοις προϋπάρχει από τα πολύ παλιά χρόνια και εκφραζόταν με φράσεις όπως: Να μπαίνεις στη θέση/ στα παπούτσια του άλλου ή να φοράς το καπέλο του αλλά την συναντούμε και στην αγία Γραφή στη ρήση του Ιησού: «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» (Λουκ. στ´ 31-36).

Αυτή η απλή φράση: να συμπεριφέρεστε στους άλλους όπως θέλετε να σας συμπεριφέρονται είναι απόλυτα κατανοητή και εφαρμόσιμη. Τα παιδιά εκλαμβάνουν τις εντολές/οδηγίες με καθαρότητα και απλότητα. Δεν υποψιάζονται, δεν παραποιούν είναι ντόμπρα και ειλικρινή. Γι’ αυτό το λόγο, η φράση όπως και στην αντίστροφη μορφή της δηλαδή να μην κάνετε στους άλλους ότι δεν σας αρέσει να σας κάνουν είναι εύληπτη και δίκαιη.

Η ενσυναίσθηση όπως και η αυτοεπίγνωση αποτελούν, σύμφωνα με τους παιδαγωγούς τα πιο ουσιώδη και θεμελιώδη συστατικά της συναισθηματικής νοημοσύνης. Όταν το άτομο και ειδικότερα το παιδί, είναι σε θέση να γνωρίζει ακριβώς το πώς αισθάνεται και γιατί αισθάνεται έτσι, αλλά και το τι και πώς σκέπτεται ανά πάσα στιγμή, τότε, είναι ικανό να αντιληφθεί το πώς αισθάνεται και ο άλλος και να μεταβεί από τη δική του θέση στη θέση του άλλου.

Όλοι μας είναι θεμιτό να «μπαίνουμε» στη θέση του άλλου και πρέπει να ασκηθούμε στο να επιχειρούμε μια κατάδυση στον εσωτερικό τους κόσμο σε συνάρτηση με το χωροχρόνο. Για να το πετύχουμε αυτό θα πρέπει να γεφυρώσουμε τα γνωστικά ερεθίσματα με τα συναισθηματικά, μέσα από την ικανότητα να αφουγκραζόμαστε τον άλλο, αποκωδικοποιώντας τα μη λεκτικά στοιχεία της επικοινωνίας.

Στην περίπτωση του παραμυθιού που αναλύουμε, τα κενά στη λεκτική παράθεση, συμπληρώνει η εικονογράφηση που επίσης πρέπει να είναι προσεγμένη και να συμβαδίζει με όλα τα χαρακτηριστικά του παραμυθιού: Την καλαισθησία, την γλώσσα ανάλογα με την ηλικία στην οποία απευθύνεται, την ηθική, την ενδιαφέρουσα πλοκή και συνέπεια των χαρακτήρων, την πρωτοτυπία, την εμβάθυνση στις σχέσης των χαρακτήρων, την αγάπη στο φυσικό περιβάλλον.

Η αφήγηση ή η ανάγνωση ενός παραμυθιού είναι κατεξοχήν συναισθηματική διαδικασία που αθόρυβα προωθεί την συναισθηματική νοημοσύνη. Όπως και στην περίπτωση όπου εκπαιδευτικοί με ανεπτυγμένη συναισθηματική νοημοσύνη είναι περισσότερο προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουν την συναισθηματική επιβάρυνση που προκαλούν οι αυξημένες απαιτήσεις του δύσκολου ρόλου τους, το ίδιο ακριβώς και στην περίπτωση των γονιών.

Μέσα από το παραμύθι και την κοινή επαφή γονιού – παιδιού με αυτό -εφόσον είναι ακόμη στη φάση όπου ο γονέας διαβάζει στο παιδί- η αγαπητική ανάμνηση που οικοδομείται για το παιδί με φόντο την τρυφερή – φωνή και την σωματική και ψυχολογική εγγύτητά τους, θα το συνοδεύει μυστικά και θα του δίνει δύναμη και θάρρος.